- κατάσκληρος
- κατάσκληρος, -ον (AM)υπερβολικά σκληρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασκληρύνομαι — (Α) [κατάσκληρος] γίνομαι κατάσκληρος … Dictionary of Greek
κατασκληραίνω — (Α) [κατάσκληρος] σκληραίνω κάτι εντελώς … Dictionary of Greek
περίσκληρος — ον, Α 1. πολύ σκληρός, κατάσκληρος («ὄγκος κακοήθης και περίσκληρος», Γαλ.) 2. μτφ. πολύ τραχύς, σφοδρός, ισχυρός 3. (για πρόσ.) πολύ επίμονος, άκαμπτος, ισχυρογνώμονας … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek